- κατεργαριά
- η [κατεργάρης]1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού κατεργάρη, δολιότητα, πανουργία, πονηριά2. η πράξη τού κατεργάρη, απάτη, δόλος («με κατεργαριές θέλει να σού φάει την περιουσία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεργαριά — η η ιδιότητα του κατεργάρη, δολιότητα, απάτη, πονηριά: Έκανε πολλά λεφτά με τις κατεργαριές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεπουδιά — η 1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα 2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά 3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)] … Dictionary of Greek
εριοπωλικώς — ἐριοπωλικῶς (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών εριοπωλών (που φημίζονταν για τη δολιότητά τους), απατηλά, με δόλο, με κατεργαριά … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
καλπουζανιά — και καρπουζανιά, η [καλπουζάνος] 1. παραποίηση νομίσματος ή ενσήμου, πλαστογραφία, κιβδηλεία 2. γεν. δόλια πράξη, απάτη, δολιότητα, κατεργαριά, υπουλότητα … Dictionary of Greek
καταχθονιότητα — η δολιότητα, κακοβουλία, κατεργαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταχθόνιος. Η λ., στον λόγιο τ. καταχθονιότης, μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό σύγγραμμα (Νέα) Πανδώρα] … Dictionary of Greek
κοβαλεία — κοβαλεία, ἡ (Α) [κοβαλεύω] αναίσχυντη κατεργαριά … Dictionary of Greek
κουτσουκέλα — η (Μ κουτσουκέλα και κουτζουκέλα) απάτη, κατεργαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λαδιά — η [λάδι] 1. κηλίδα από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία, λεκές 2. η σοδειά λαδιού («φέτος είχαμε καλή λαδιά») 3. μτφ. μικροαπάτη, κατεργαριά … Dictionary of Greek
μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») … Dictionary of Greek